οπόθεν

οπόθεν
(ΑΜ ὁπόθεν, Α και ιων. τ. ὁκόθεν και επικ. τ. ὁππόθεν)
επίρρ.
1. (ως αναφ.) από το μέρος όπου, από όπου («ὁπόθεν... ῥᾴδιον ἧν λαβεῑν οὐκ ἦγον», Ξεν.)
2. (σε σύνθ. με τα μόρ. δή + ποτέ) ὁποθενδήποτε
από οποιοδήποτε μέρος, από οπουδήποτε
αρχ.
1. (κυρίως σε πλάγ. ερώτ.) από ποιο μέρος, από πού
2. (με το μόριο αν και υποτ.) από όπου τύχει, από οπουδήποτε, από οποιοδήποτε σημείο («ὁπόθεν ἄν τύχη ἕκαστος ἐνθουσιάσας», Πλάτ.)
3. (με διάφ. μόρια) α) ὁπόθεν ποτέ
από όπου τυχόν
β) ὁποθενοῡν και ὁκοθενοῡν
απ' όπου και αν
γ) ὁποθενδηποτοῡν
από οπουδήποτε και αν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό επίρρ. ὁπόθεν έχει σχηματιστεί από το θ. *yo- τής αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και το ερωτ. επίρρ. πόθεν (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ., αντίστοιχα, βλ. λ. πο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁπόθεν — whence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὠπόθεν — ὁπόθεν , ὁπόθεν whence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὡπόθεν — ὁπόθεν , ὁπόθεν whence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκόθεν — ὁπόθεν whence ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποθενοῦν — ὁπόθεν whence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁππόθεν — ὁπόθεν whence epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουδοπόθεν — οὐδοπόθεν (Α) επίρρ. από κανένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + επίρρ. ὁπόθεν (πρβλ. μηδ οπόθεν)] …   Dictionary of Greek

  • επιπληρώ — ἐπιπληρῶ, όω (Α) [πληρώ] 1. γεμίζω ώς επάνω, τελείως 2. μτφ. συσσωρεύω, συναθροίζω 3. μέσ. φρ. «ἐπιπληροῡμαί τι» συγκροτώ το πλήρωμα πλοίου («καὶ ὅτι οὐδ’ ὁπόθεν ἐπιπληρωσόμεθα τὰς ναῡς ἔχομεν», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • μηδοπόθεν — (Α) επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + επίρρ. ὁπόθεν] …   Dictionary of Greek

  • οκόθεν — ὁκόθεν (Α) ιων. τ. βλ. οπόθεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”